ἐδάκρῡσα
1ἐδάκρυσα — ἐδάκρῡσα , δακρύω weep aor ind act 1st sg …
2δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… …
3νερό — το 1. υγρό διαυγές, άχρωμο και άγευστο, το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη φύση. 2. βροχή: Αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ εκείνον το ζευγά που ’χει πολλάσπαρμένα (παροιμ.). 3. φυσική, σωματική ανάγκη: Θέλω να κάνω το νερό… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)