ἐγ-κεντρισμός
1κεντρισμός — κεντρισμός, ὁ (ΑΜ) [κεντρίζω] 1. κέντρισμα 2. μτφ. παρότρυνση …
2κεντρισμόν — κεντρισμός stimulatio masc acc sg …
1κεντρισμός — κεντρισμός, ὁ (ΑΜ) [κεντρίζω] 1. κέντρισμα 2. μτφ. παρότρυνση …
2κεντρισμόν — κεντρισμός stimulatio masc acc sg …