ἐγ-καταδύομαι
1καταδύομαι — καταδύομαι, καταδύθηκα βλ. πίν. 6 …
2καταδύομαι — καταδύθηκα, βυθίζομαι κάτω από το νερό, βουλιάζω, κάνω βουτιά: Καταδύθηκε βαθιά στη θάλασσα και χτύπησε σε μια πέτρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3καταδύομαι — καταδύω go down pres ind mp 1st sg …
4βουτώ — (Μ βουτώ) Ι. 1. βυθίζω κάτι μέσα σε υγρό 2. κάνω βουτιά, καταδύομαι 3. βαφτίζω στην κολυμπήθρα 4. αρπάζω ξαφνικά κάποιον από κάποιο μέλος του σώματός του 5. αφαιρώ κάτι με τη βία ή κρυφά 6. παίρνω κάτι με προθυμία 7. χειρονομώ άσεμνα σε βάρος… …
5κολυμπώ — (AM κολυμπῶ, άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι) επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ) νεοελλ. μτφ …
6αλιβδύω — ἁλιβδύω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι στη θάλασσα 2. κρύβω, εξαφανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. (Κατά τους αρχαίους γραμμ.) αιολ. τ. αντί τού *ἁλιδύω < ἁλι * (< ἅλς) + δύω] …
7εισκυκλώ — εἰσκυκλῶ ( έω) (Α) 1. στρέφω προς τα μέσα 2. (στο θέατρο) στρέφω με μηχάνημα προς τα μέσα και κρύβω από τα μάτια τών θεατών 3. εισάγω 4. παθ. βυθίζομαι, καταδύομαι …
8επικαταδύνω — ἐπικαταδύνω (Α) 1. καταδύομαι, βυθίζομαι κατόπιν 2. (για αστέρια) δύω κατόπιν («ἐπικαταδύω τῷ ἡλίω», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δύνω (ή καταδύω) «βυθίζομαι»] …
9καταδυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση 2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ …
10κατακολυμβώ — κατακολυμβῶ, άω (Α) κολυμπώ προς το βάθος, καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῑς», Αριστ.) …
- 1
- 2