ἐγ-κατά-σκευος

  • 91υποσκευάζω — Α παρασκευάζω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατα σκευάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 92φορμός — ὁ, Α 1. πλεκτό σκεύος, κατάλληλο κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών 2. πλεκτό κάλυμμα ή στρώμα, ψάθα 3. ναυτικό ένδυμα από χοντρό πλεκτό ύφασμα 4. μονάδα μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη σχεδόν με τον μέδιμνο 5. δέσμη ξύλων, δεμάτι 6. κόσκινο, κρησάρα 7.… …

    Dictionary of Greek

  • 93χαλκείο — Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων. * * * το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς] εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία… …

    Dictionary of Greek

  • 94ψυγείο — Bλ. λ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. * * * το / ψυγεῑον, ΝΑ νεοελλ. 1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα 2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 95ψυκτήρας — ο / ψυκτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. ψυκτικός θάλαμος ψυγείου αρχ. 1. σκεύος γεμάτο νερό όπου διατηρούσαν το κρασί δροσερό 2. (κατά τον Ησύχ.) είδος μεγάλου ποτηριού 3. είδος αγγείου κατάλληλου για την ψύξη γάλακτος, ψυγός* 4. στον πληθ. οἱ ψυκτήρες… …

    Dictionary of Greek

  • 96Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… …

    Dictionary of Greek

  • 97Μουσείο, Λαογραφικό Κύμης (Εύβοιας) — Το Λαογραφικό Μουσείο Κύμης ιδρύθηκε το 1980 από το Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο της πόλης. Στεγάζεται σε ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο κέντρο της Κύμης, το οποίο ανήκε στην Εθνική Τράπεζα. Η συλλογή του αποτελείται από 1.500 περίπου… …

    Dictionary of Greek