ἐγ-κατά-σκευος

  • 51ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …

    Православная энциклопедия

  • 52άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 53αγιαστούρα — Δεσμίδα από βασιλικό με την οποία ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς κατά τον αγιασμό. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αντί για α. χρησιμοποιούν ασημένιο ράντιστρο με τρύπες, πιθανόν κατάλοιπο της φραγκοκρατίας. Α. λέγεται επίσης και το μεταλλικό… …

    Dictionary of Greek

  • 54αγκλιά — και αγκλία και αγκιλιά και αγλιά και αντλιά, η [αντλία] 1. μεταλλικό, ξύλινο ή δερμάτινο σκεύος με το οποίο αντλείται νερό από πηγάδι ή πηγή ή διοχετεύεται υγρό από δοχείο σε δοχείο (αλλιώς κουβάς) 2. κολοκύθα κομμένη κατά μήκος στα δύο, που… …

    Dictionary of Greek

  • 55δισκάρι — το (AM δισκάριον) [δίσκος] μικρός δίσκος μσν. νεοελλ. εκκλ. δισκάριο(ν) ή «άγιο δισκάριο(ν)» λειτουργικό σκεύος, δίσκος όπου τοποθετείται ο άρτος τής προσφοράς κατά την τέλεση τής θείας λειτουργίας νεοελλ. «δισκάρι βουνού» επίπεδος τόπος σε βουνό …

    Dictionary of Greek

  • 56εμαγιέ — (ακλ.) 1. (για μεταλλικά ή πήλινα σκεύη και άλλα αντικείμενα) εκείνος τού οποίου η επιφάνεια έχει επικαλυφθεί κατά την κατασκευή με εφυάλωμα (από σκόνη γυαλιού και διάφορα οξείδια) ή σμάλτο για προφύλαξη από διαβρώσεις και για ωραιότερη εμφάνιση… …

    Dictionary of Greek

  • 57εχάνη — ἐχάνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεῡος τι ὁδοιπορικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < έχω (I) + κατάλ. άνη (πρβλ. σκαπ άνη, χο άνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 58θερμαντήρας — ο (Α θερμαντήρ) [θερμαίνω] σκεύος για θέρμανση νερού, αερίου κ.λπ. νεοελλ. φυσ. ειδική συσκευή για τη θέρμανση κάποιου σώματος σε σταθερή θερμοκρασία η οποία χρησιμοποιείται κατά τις θερμιδομετρικές μετρήσεις για τον προσδιορισμό τής ειδικής… …

    Dictionary of Greek

  • 59κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… …

    Dictionary of Greek

  • 60καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …

    Dictionary of Greek