ἐγ-κατά-σκευος

  • 31ομόσκευος — ὁμόσκευος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια πολεμική σκευή με κάποιον άλλο, ο εξοπλισμένος κατά τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σκευος (< σκευή «ενδυμασία, εξάρτυση»), πρβλ. ομοιό σκευος] …

    Dictionary of Greek

  • 32περιρραντήριο — το / περιρραντήριον, ΝΜΑ 1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό 2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 33σήλια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «τὰ μικρὰ πιθάρια» β) «σκεῡος ἀρτοποιητικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sēria «αγγείο, σκεύος»] …

    Dictionary of Greek

  • 34σκεύον — τὸ, Α σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σκεῦος, κατά τα δευτερόκλιτα] …

    Dictionary of Greek

  • 35θυμιατήρι — Ειδικό μεταλλικό σκεύος, μέσα στο οποίο καίγεται το θυμίαμα (συνήθως λιβάνι) κατά τη διάρκεια του θυμιατίσματος των ιερών εικόνων ναών και σπιτιών ή του εκκλησιάσματος. Στην απλή μορφή του, όπως αυτή που χρησιμοποιείται κυρίως στα σπίτια, έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 36Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …

    Dictionary of Greek

  • 37κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …

    Dictionary of Greek

  • 38βαλανείο — Ονομασία με την οποία ήταν γνωστά στους αρχαίους τα λουτρά, καθώς και το σκεύος μέσα στο οποίο πλένονταν ή ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και μπορούσαν να είναι δημόσιες ή ιδιωτικές… …

    Dictionary of Greek

  • 39Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …

    Dictionary of Greek

  • 40Μουσείο, Αρχαιολογικό Λήμνου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λήμνου στεγάζεται στο διώροφο κτίριο του Διοικητηρίου της Τουρκοκρατίας, στη Μύρινα. Η πλούσια συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει ευρήματα από όλη τη Λήμνο, που καλύπτουν χρονολογικά την ιστορία του νησιού από τη… …

    Dictionary of Greek