ἐγ-κάθ-ειρξις

  • 1μέθειρξις — μέθειρξις, ἡ (Μ) αιχμαλωσία, φυλάκιση, κάθειρξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. μετά + εἷρξις (< εἵργω «φυλακίζω»), πρβλ. κάθ ειρξις] …

    Dictionary of Greek