ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί

  • 1εγχώριος — α, ο (AM ἐγχώριος, ον) 1. (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη χώρα, εντόπιος 2. ως ουσ. μόνιμος κάτοικος ενός τόπου αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη χώρα («ἐγχώριοι βασιλῆες αἰεί», Πίνδ.) 2. τοπικός 3. αγροτικός 4. (το ουδ. ως επίρρ …

    Dictionary of Greek