ἐγχεσί-μωρος
1σινάμωρος — ον, Α 1. βλαβερός, επιζήμιος 2. λάγνος, ασελγής 3. (κατά τον Ησύχ.) «σινάμωρος κακόσχολος». επίρρ... σιναμώρως με τρόπο επιβλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῐν α (πρβλ. σῐνος «βλάβη, ζημιά») + μωρος, που είτε πρόκειται για ΙΕ στοιχείο, δυσερμήνευτο… …
2mē-4, mō- — mē 4, mō English meaning: big, important Deutsche Übersetzung: “groß, ansehnlich” Material: Positiv mē ro s, mō ro s: Gk. μωρος in ἐγχεσί μωρος “big, large (?) in Speerwerfen” under likewise, O.Ir. mōr (das ō from dem comparative) …