ἐγχέων
1ἐγχέων — ἔγχος spear neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ἐγχέω pour in pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ἐγχύνω pres part act masc nom sg …
2φοινικόστολος — ον, Α αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες («Φοινικοστόλων ἐγχέων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, οίνικος «ο κάτοικος τής Φοινίκης» + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ἀπό στολος] …