1ἐγκάρσιον — ἐγκάρσιος athwart masc acc sg ἐγκάρσιος athwart neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2μεσόκολο — το ανατ. πτυχή τού περιτοναίου η οποία συνδέει το κόλον με το κοιλιακό τοίχωμα και που διακρίνεται σε ανιόν μεσόκολο, εγκάρσιον μεσόκολο, κατιόν μεσόκολο και μεσοσιγμοειδές …
Dictionary of Greek