ἐγκρύπτω
111ἐγκρύψεις — ἔγκρυψις banking up fem nom/voc pl (attic epic) ἔγκρυψις banking up fem nom/acc pl (attic) ἐγκρύπτω hide aor subj act 2nd sg (epic) ἐγκρύπτω hide fut ind act 2nd sg …
112ἔγκρυπτ' — ἔγκρυπτε , ἐγκρύπτω hide pres imperat act 2nd sg ἔγκρυπτε , ἐγκρύπτω hide imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
113εγκρύβω — βλ. εγκρύπτω …
114κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …
115παρεγκρύπτω — Μ κρύβω επιτήδεια κάτι ανάμεσα σε άλλα («παρεγκρύπτων φόνον», Θεόδ. Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκρύπτω «κρύβω μέσα»] …
116ԹԱՔՈՒՑԱՆԵՄ — (քուցի, քո՛. քուցանող, կամ ցող, ցեալ.) NBH 1 0803 Chronological Sequence: 5c, 10c, 12c ն. ԹԱՔՈՒՑԱՆԵՄ որ եւ գրի ԹԱԳՈՒՑԱՆԵՄ, գուցի, գո՛. (լծ. լտ. թէ՛կօ). κρύπτω, ἑγκρύπτω, ἁποκρύπτω abscondo, occulto, tego Թաքուն կամ ʼի թաքստի պահել. ծածկել. անյայտ …
117ἐγκρύψας — ἐγκρύψᾱς , ἐγκρύπτω hide aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
118ἐγκρύψασα — ἐγκρύψᾱσα , ἐγκρύπτω hide aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
119ἐνικρύψασα — ἐνικρύψᾱσα , ἐγκρύπτω hide aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …