ἐγκρίνω
1εγκρίνω — εγκρίνω, ενέκρινα βλ. πίν. 172 …
2ἐγκρίνω — ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres subj act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in pres ind act 1st sg ἐγκρί̱νω , ἐγκρίνω reckon in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
3ἐγκρινῶ — ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐγκρῐνῶ , ἐγκρίνω reckon in fut ind act 1st sg (attic epic doric) …
4εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… …
5εγκρίνω — ενέκρινα, εγκρίθηκα, εγ(κε)κριμένος, μτβ. 1. ύστερα από κρίση αποδέχομαι κάτι ως ορθό, παραδέχομαι: Η αντιπολίτευση δεν εγκρίνει την κυβερνητική πολιτική. 2. με την έγκρισή μου κάτι το κάνω έγκυρο, το επικυρώνω: Εγκρίθηκε η δαπάνη από το… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἐγκεκριμένα — ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκριμένᾱ , ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
7ἐγκεκριμένον — ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc acc sg ἐγκρίνω reckon in perf part mp neut nom/voc/acc sg …
8ἐγκεκριμένων — ἐγκρίνω reckon in perf part mp fem gen pl ἐγκρίνω reckon in perf part mp masc/neut gen pl …
9ἐγκρῖνον — ἐγκρίνω reckon in pres part act masc voc sg ἐγκρίνω reckon in pres part act neut nom/voc/acc sg …
10επιδοκιμάζω — εγκρίνω, αποδέχομαι, επικροτώ («επιδοκιμάζω τις απόψεις σου») …