ἐγκρατεύομαι
31ἐγκρατεύσασθαι — ἐγκρατεύομαι exercise self control aor inf mp …
32ἐγκρατεύσησθε — ἐγκρατεύομαι exercise self control aor subj mp 2nd pl …
33ἐγκρατεύσω — ἐγκρατεύομαι exercise self control aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) …
34ἐγκράτευσαι — ἐγκρατεύομαι exercise self control aor imperat mp 2nd sg …
35ἐγκρατεύσῃ — ἐγκρατέω to be master of pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐγκρατεύομαι exercise self control aor subj mp 2nd sg ἐγκρατεύομαι exercise self control fut ind mp 2nd sg …
36ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… …
37νηστεύω — (ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) [νήστις] 1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός 2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες τού χρόνου που ορίζει η Εκκλησία 3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι… …
38προεγκρατεύομαι — Α επιβάλλω στον εαυτό μου εγκράτεια εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκρατεύομαι «είμαι εγκρατής, ασκώ εγκράτεια»] …
39ԺՈՅԺ — ( ) NBH 1 0838 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. Որպէս թէ Ոյժ տոկալոյ. Հանդուրժելն. համբերութիւն. կար. զորութիւն. բաւ. ... *Ժոյժ սնափառի. Վրք. հց. ՟Բ. հին թրգ. որ հստ ետնոյն ասի. *Սնափառի համբերութիւնʼʼ: *հանդերձ նոքօք… …
40ԺՈՒԺԿԱԼ — (ի, ից կամ աց.) NBH 1 0839 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ἑγκρατής continens, temperans. Որ ժոյժ ունի ʼի հեշտալեաց. պարկեշտ, զգաստ. ողջախոհ. եւ Պահեցօղ, սակաւապէտ. ճգնօղ. զինքը զսպօղ. ... *Գիտացի՝… …