ἐγκλῄω

  • 1εγκλήω — ἐγκλῄω βλ. εγκλείω …

    Dictionary of Greek

  • 2εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω …

    Dictionary of Greek