ἐγκλυδαστικός
1εγκλυδαστικός — ἐγκλυδαστικός, ή, όν (Α) (για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό …
2ἐγκλυδαστικόν — ἐγκλυδαστικός gurgling masc acc sg ἐγκλυδαστικός gurgling neut nom/voc/acc sg …
1εγκλυδαστικός — ἐγκλυδαστικός, ή, όν (Α) (για κύστεις) αυτός που παρουσιάζει κλυδασμό …
2ἐγκλυδαστικόν — ἐγκλυδαστικός gurgling masc acc sg ἐγκλυδαστικός gurgling neut nom/voc/acc sg …