ἐγκεντρισμός
1ἐγκεντρισμός — masc nom sg …
2εγκεντρισμός — ο (AM ἐγκεντρισμός) η εγκέντριση μσν. νεοελλ. η ένωση δύο φυτών ή τμημάτων τους, εμβολιασμός …
3ἐγκεντρισμοῖς — ἐγκεντρισμός masc dat pl …
4ἐγκεντρισμοῦ — ἐγκεντρισμός masc gen sg …
5ἐγκεντρισμῶν — ἐγκεντρισμός masc gen pl …
6ἐγκεντρισμῷ — ἐγκεντρισμός masc dat sg …
7ἐγκεντρισμόν — ἐγκεντρισμός masc acc sg …
8μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …
9εμφυλλισμός — ἐμφυλλισμός, ο (AM) η ενοφθάλμιση, ο εγκεντρισμός, το μπόλιασμα μοσχεύματος σ ένα δένδρο …
10εμφυτεία — ἐμφυτεία, η (Α) ενοφθαλμισμός, εγκεντρισμός, μπόλιασμα …
- 1
- 2