ἐγκατάλειμμα
1εγκατάλειμμα — ἐγκατάλειμμα, το (AM) 1. ό,τι έχει απομείνει, το κατάλοιπο 2. ό,τι απέμεινε από τα αχνάρια κάποιου 3. υπόλειμμα, κατακάθι, βόρβορος 4. δοχείο όπου συγκέντρωναν όσα προϊόντα περίσσευαν …
2ἐγκατάλειμμα — remnant neut nom/voc/acc sg …
3ἐγκαταλειμμάτων — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen pl …
4ἐγκαταλείμμασιν — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat pl …
5ἐγκαταλείμματα — ἐγκατάλειμμα remnant neut nom/voc/acc pl …
6ἐγκαταλείμματι — ἐγκατάλειμμα remnant neut dat sg …
7ἐγκαταλείμματος — ἐγκατάλειμμα remnant neut gen sg …
8олек — верхняя часть пчелиной борти, где начинаются соты , костром., владим. (Даль), др. русск. олѣкъ, РП (Карский, РП 103), укр. олiк, блр. олёк. Связано со ст. слав. отълѣкъ τὰ κατάλοιπα, ἐγκατάλειμμα остаток (Рs. Sin.). Родственно лит. ãtlaikas… …
9ԶԱՒԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. σπέρμα semen ἕκγονον foetus, soboles κατάλειμμα , ἑγκατάλειμμα residuum, reliquum Ծնունդ եւ սերունդ ուրուք. ուստր եւ դուստր. որդի. թոռն. զարմ. տոհմ. մնացորդ կամ յաջորդ ազգի ամենայն… …
10ՄՆԱՑՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0287 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 10c Նոյն ընդ վվ. (=ՄՆԱՑՈՐԴՈՒԹԻՒՆ, ՄՆԱՑՈՐԴ). Որպէս մնացեալ ինչ. յաւելուած. եւ Պակասորդ. իբր յն. κατάλοιπον, ἑγκατάλειμμα, ὐπομονή. *Յագեցան կերակրովք, եւ թողին… …