ἐγκατα-
1ἔγκατα — inwards neut nom/voc/acc pl …
2έγκατα — τα (AM ἔγκατα) τα πιο βαθιά μέρη («τα έγκατα τής γης») αρχ. τα εντόσθια, τα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι προήλθε από επίθ. *έγκατος «εσωτερικός» κι αυτό από την πρόθεση εν (πρβλ. έσχατος* από εξ), οπότε η ομηρική δοτ.… …
3έγκατα — τα τα βάθη, τα κατάβαθα μέρη πράγματος: Τα έγκατα της Γης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἔγκατ' — ἔγκατα , ἔγκατα inwards neut nom/voc/acc pl …
5ἐγκαταλείψαμεν — ἐγκατᾱλείψαμεν , ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (doric aeolic) ἐν , κατά ἀλείφω anoint the skin with oil aor ind act 1st pl (homeric ionic) ἐν καταλείβω pour down aor ind act 1st pl (homeric ionic) …
6ἐγκάτοις — ἔγκατα inwards neut dat pl …
7ἐγκάτοισι — ἔγκατα inwards neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἐγκάτων — ἔγκατα inwards neut gen pl …
9ἔγκασι — ἔγκατα inwards neut dat pl …
10ἔγκασιν — ἔγκατα inwards neut dat pl …