ἐγκαταλείπω
1ἐγκαταλείπω — leave behind pres subj act 1st sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 1st sg …
2εγκαταλείπω — εγκαταλείπω, εγκατέλειψα βλ. πίν. 9 …
3εγκαταλείπω — (AM ἐγκαταλείπω) 1. αφήνω κάποιον ή κάτι εντελώς, παρατώ 2. αφήνω κάποιον αβοήθητο ή απροστάτευτο σε δύσκολη στιγμή («Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες; ΚΔ) 3. αφήνω παρά το καθήκον, άστοργα (α. «ἐγκατέλειψε τα παιδιά του, το χωράφι του») 4 …
4εγκαταλείπω — εγκατέλειψα και εγκατάλειψα, εγκαταλείφτηκα, εγκαταλειμμένος, μτβ. 1. αφήνω κάτι ή κάποιον στην τύχη του απροστάτευτο, παρατάω, τα μουντζώνω: Εγκατέλειψε τη θέση του. 2. απομακρύνομαι από κάπου για πάντα: Εγκατέλειψε επιτέλους την Αμερική και… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐγκαταλελειμμένα — ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκαταλελειμμένᾱ , ἐγκαταλείπω leave behind perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6ἐγκαταλείπετε — ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind pres ind act 2nd pl ἐγκαταλείπω leave behind imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
7ἐγκαταλείπῃ — ἐγκαταλείπω leave behind pres subj mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres ind mp 2nd sg ἐγκαταλείπω leave behind pres subj act 3rd sg …
8ἐγκαταλειπομένων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp fem gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc/neut gen pl …
9ἐγκαταλειπόμενον — ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp masc acc sg ἐγκαταλείπω leave behind pres part mp neut nom/voc/acc sg …
10ἐγκαταλειπόντων — ἐγκαταλείπω leave behind pres part act masc/neut gen pl ἐγκαταλείπω leave behind pres imperat act 3rd pl …