ἐγκαιρία
1εγκαιρία — ἐγκαιρία, η (AM) κατάλληλος καιρός …
2ἐγκαίρια — ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc pl ἐγκαίριος neut nom/voc/acc pl …
3ἐγκαιρίας — ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem acc pl ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) …
4ἐγκαιρίη — ἐγκαιρία seasonableness fem nom/voc sg (epic ionic) …
5ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… …