ἐγερτήριον
1ἐγερτήριον — excitement neut nom/voc/acc sg …
2ἐγερτήρια — ἐγερτήριον excitement neut nom/voc/acc pl …
3εγερτήριο — το (AM ἐγερτήριον) νεοελλ. 1. πρωινό σάλπισμα για να ξυπνήσουν οι στρατιώτες 2. επιτραπέζιο ρολόι που χτυπά για να ξυπνά τον κοιμισμένο, ξυπνητήρι (αρχ. μσν.) 1. μέσο διέγερσης 2. προτροπή, παρακίνηση …
4Συνοδινός, Παναγιώτης — (1836 – 1912). Ποιητής και πεζογράφος. Διετέλεσε διοικητικός υπάλληλος και νομάρχης σε διάφορους νομούς. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με την πατριωτική ποίηση της εποχής του, της οποίας ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους. Μνημονεύεται… …