ἐγγίζω
21θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… …
22κατευθικτώ — κατευθικτῶ, έω (Α) ψάχνοντας βρίσκω το αληθινό μέρος, εγγίζω καλά, επιτυγχάνω ακριβώς («τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῡ ἀγῶνος σπουδήν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐθικτῶ «αγγίζω, ψαύω»] …
23μήλη — η (ΑΜ μήλη) εργαλείο σε σχήμα λεπτού ραβδιού κατασκευασμένο από εύκαμπτο μέταλλο με αμβλεία, συνήθως βολβοειδή, κορυφή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως από τους χειρουργούς για τη διερεύνηση πόρων, συριγγίων, φυσικών ή τραυματικών κοιλοτήτων τού… …
24νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …
25παραθίγω — Μ παραθιγγάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θίγω «εγγίζω, ακουμπώ»] …
26παραξύω — Α [ξύω] 1. ξύνω πλαγίως ή επιφανειακά 2. μτφ. ψαύω κάτι, εγγίζω, ακουμπώ επιφανειακά …
27παρεγχρίπτομαι — Α εγγίζω, πλησιάζω πολύ κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγχρίπτω «πλησιάζω»] …
28σκίμπτομαι — Α 1. μπήγομαι, καρφώνομαι 2. ωθώ προς τα εμπρός 3. πέφτω κοντά ή πάνω σε κάτι («ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ», Ιπποκρ.) 4. μτφ. καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που συνδέεται πιθ. με τη λ. σκίπων* και την οικογένεια τού σκήπτω. Κατ άλλους …
29συνεγγίζω — Α 1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.) 2. προσεγγίζω, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»] …
30τοκάτα — Ενόργανη μουσική σύνθεση που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αι. Αρχικά τ. σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να παίζεται σε όργανα με πλήκτρα, όπως εκκλησιαστικό όργανο ή τσέμπαλο (toccare = εγγίζω), ενώ καντάτα γενικά σήμαινε κάθε έργο… …