ἐγγενές

  • 1ἐγγενές — ἐγγενής native masc/fem voc sg ἐγγενής native neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2δευτερομύκητες — Μύκητες των οποίων είναι γνωστή μόνο η αγενής αναπαραγωγή, δηλαδή το ατελές στάδιο, γι’ αυτό ονομάζονται και ατελείς μύκητες. Αυτό σημαίνει ότι είτε οι μύκητες αυτοί έχουν χάσει την ικανότητα εγγενούς αναπαραγωγής είτε απλώς δεν έχει παρατηρηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 3εγγενής — ές (AM ἐγγενής, ές) 1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῑος») 2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῑς» γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι) αρχ. 1. συγγενής, από… …

    Dictionary of Greek

  • 4ζυγοσπόριο — το (μικρβλ.) παχύτοιχο εγγενές σπόριο το οποίο χαρακτηρίζει τα ζυγνημαφύκη και τους ζυγομήκυτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zygospore < zyg (πρβλ. ζυγό[ν]) + spore (πρβλ. σπόρος)] …

    Dictionary of Greek