ἐγγίζω
41θίγω — έθιξα, θίχτηκα, θιγμένος 1. εγγίζω, βάζω χέρι κάπου: Ο διαρρήκτης δεν έθιξε τα κοσμήματα. 2. προσεγγίζω, πλησιάζω: Αυτό θίγει τα όρια της βλακείας. 3. γεύομαι, δοκιμάζω: Ο άρρωστος δεν έθιξε τίποτε από όσα του έφεραν να φάει. 4. προσβάλλω: Τι του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42ψηλαφώ — και ψηλαφάω ψηλάφησα, ψηλαφήθηκα, ψηλαφημένος 1. εγγίζω κάτι με τις άκρες των δαχτύλων, ψηλαφίζω, ψαχουλεύω. 2. ψάχνω, προσπαθώ να βρω κάτι με την αφή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43κατηγγίσθη — κατά ἐγγίζω bring near aor ind pass 3rd sg …
44κατήγγισε — κατά ἐγγίζω bring near aor ind act 3rd sg …
45μετήγγιζεν — μετά ἐγγίζω bring near imperf ind act 3rd sg …
46παρήγγιζεν — παρά ἐγγίζω bring near imperf ind act 3rd sg …
47ἐνήγγιζεν — ἐν ἐγγίζω bring near imperf ind act 3rd sg …