ἐγγίζω
11μετηγγικότα — μετά ἐγγίζω bring near perf part act neut nom/voc/acc pl μετά ἐγγίζω bring near perf part act masc acc sg …
12μετήγγιζον — μετά ἐγγίζω bring near imperf ind act 3rd pl μετά ἐγγίζω bring near imperf ind act 1st sg …
13προσεπεγγίσαι — πρός , ἐπί ἐγγίζω bring near aor inf act προσεπεγγίσαῑ , πρός , ἐπί ἐγγίζω bring near aor opt act 3rd sg …
14άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …
15γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …
16εγγιάζω — βλ. εγγίζω …
17επαφή — η (AM ἐπαφή) αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία) νεοελλ. 1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού») 2. σχέση, συνάφεια… …
18επαφώ — ἐπαφῶ, άω (Α) ψηλαφώ, πιάνω μαλακά, αγγίζω ελαφρά («ἐπαφῶν ἀταρβεῑ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφώ «εγγίζω, ψαύω»] …
19επιθιγγάνω — ἐπιθιγγάνω (AM) 1. αγγίζω, ψηλαφώ επιφάνεια 2. φθάνω μέχρις ενός σημείου 3. (με δοτ.) εφάπτομαι επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θιγγάνω «εγγίζω»] …
20επιψηλαφώ — (AM ἐπιψηλαφῶ άω) ψηλαφώ, εγγίζω ελαφρά μια επιφάνεια μετακινώντας επάνω της τις άκρες τών δακτύλων …