1κλύδαξις — κλύδαξις, ἡ (Α) [κλυδάζομαι] ανακίνηση στομάχου, στομαχική διαταραχή …
Dictionary of Greek
2κλύδαξιν — κλύδαξις splashing fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)