ἐβίων
1Ἐβίων — masc nom/voc sg …
2ἐβίων — βιάω constrain imperf ind act 3rd pl βιάω constrain imperf ind act 1st sg βιόω live aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) βιόω live aor ind act 1st sg βιόω live imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βιόω live imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
3βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …
4ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …
5βέομαι — και βείομαι (Α) θα ζήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βέομαι ανήκει στην ίδια ομάδα με τα βίος εβίων, χρησιμοποιείται στον Όμηρο με σημασία μέλλοντος και θεωρείται υποτακτική με βραχύ φωνήεν ενός αρχαίου αθέματου ρήματος της δισύλλαβης ρίζας *gwey(∂) , με απαθή …
6βίωσις — βίωσις, η (AM) ο τρόπος ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ)] …
7βιωτός — βιωτός, ή, όν (Α) αυτός που αξίζει να τον ζει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) τού αορ. εβίων (βλ. βιώ II) ή < βίος] …
8βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… …
9βιώσκομαι — (Α) 1. ζωογονώ, διατηρώ στη ζωή 2. αναζωογονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βιω (< *gwiyō ) του αορ. εβίων (βλ. βιώ ΙΙ) + (επίθημα) σκω] …
10gʷei̯-3 and gʷei̯ ǝ- : gʷ(i)i̯ē- : gʷ(i)i̯ō- : gʷī- frequent, often with -u- extended — gʷei̯ 3 and gʷei̯ ǝ : gʷ(i)i̯ē : gʷ(i)i̯ō : gʷī frequent, often with u extended English meaning: to live Deutsche Übersetzung: “leben” Material: A. from *gʷei̯ ō: O.Ind. jīvütu ḥ “life” (see under), gáya ḥ “house, courtyard,… …
- 1
- 2