ἐβένινος
1εβένινος — η, ο (AM ἐβένινος, η, ον Μ και ἐβέλ(λ)ινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου («εβένινα έπιπλα») νεοελλ. μαύρος και στιλπνός («εβένινα μαλλιά») …
2εβένινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από ξύλο εβένου: Εβένινη πόρτα. 2. μτφ., που μοιάζει με έβενο, μαύρος, στιλπνός: Εβένινα μαλλιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἐβενίνων — ἐβένινος of ebony fem gen pl ἐβένινος of ebony masc/neut gen pl …
4ἐβένινον — ἐβένινος of ebony masc acc sg ἐβένινος of ebony neut nom/voc/acc sg …
5ἐβενίνου — ἐβένινος of ebony masc/neut gen sg …
6ἐβένιναι — ἐβένινος of ebony fem nom/voc pl …
7-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …
8εβέλινος — ον βλ. εβένινος …
9ԵԲԵՆԵԱՅ — (նէի, ից.) NBH 1 0645 Chronological Sequence: 10c ա. ԵԲԵՆԵԱՅ ԵԲԵՆՆԵԱՅ. ἑβενίνος, ἑβελίνος ebeneus Ոյր նիւթն է եբենոս. կազմեալ յեբենոս փայտէ. ... *Եբենեայ (կամ եբեննեայ) գաւազան ունելով ի ձեռինն. Պտմ. աղեքս …