ἐβουλόμην el
1ἐβουλόμην — βούλομαι will imperf ind mp 1st sg …
2'βουλόμην — ἐβουλόμην , βούλομαι will imperf ind mp 1st sg …
3ἁβουλόμην — ἐβουλόμην , βούλομαι will imperf ind mp 1st sg …
4επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …