ἐβλάβην

  • 1ἐβλάβην — βλάπτω disable aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) βλάπτω disable aor ind pass 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …

    Dictionary of Greek