ἐβάσταξα

  • 1καταφασκιώνω — (επιτ. τ. τού φασκιώνω) φασκιώνω με επιμέλεια («χίλιες φορές σ εβάσταξα κι εκαταφάσκιωσά σε», Πανώρ.) …

    Dictionary of Greek