ἐέρση
1ἐέρση — ἔρσα dew fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἔρσε aor ind act 3rd sg (epic) ἔρσε aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2ἐέρσῃ — ἔρσα dew fem dat sg (attic epic ionic) ἔρσε aor subj mid 2nd sg ἔρσε aor subj act 3rd sg …
3έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να …
4au̯(e)-9, au̯ed-, au̯er- (*aku̯ent- : aḫu̯ent-) — au̯(e) 9, au̯ed , au̯er (*aku̯ent : aḫu̯ent ) English meaning: to flow, to wet; water, etc. Deutsche Übersetzung: “benetzen, befeuchten, fließen” Note: From Root angʷ(h)i : ‘snake, worm” derived Root akʷü (more properly ǝkʷü ):… …
5στίβη — (I) ἡ, Α παγωμένη πρωινή δροσιά, πάχνη («μή μ ἄμυδις στίβη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τού στείβω «πατώ με τα πόδια, πιέζω» αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο μακρό φωνηεντισμό ῑ , πιθ.… …