ἇγησίδᾱμος
1Ἀγησίδαμος — masc nom sg …
2Αγησίδαμος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Ολυμπιονίκης πυγμάχος από τη Λοκρίδα. Ήταν Επιζεφύριος Λοκρός και αγωνίστηκε το 470 π.Χ. όταν ήταν ακόμα σχεδόν παιδί. Ο Πίνδαρος τον υμνεί σε δύο επινίκιους (ι’ και ια’ Ολυμπιόνικους). Αναφέρεται και άλλος Α., πατέρας του… …
3Ἀγησιδάμου — Ἀγησίδαμος masc gen sg …
4Ἀγησιδάμῳ — Ἀγησίδαμος masc dat sg …
5Ἀγησίδαμε — Ἀγησίδαμος masc voc sg …
6Ἀγησίδαμον — Ἀγησίδαμος masc acc sg …