ἆσσον ἴτ'
1ἇσσον — ἆσσον , ἆσσον nearer comp …
2άσσον — ἆσσον (επίρρ., συγκρ. του ἄγχι) (Α) πλησιέστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ρίζα)* anĝh τού άγχι + jov, κατάλ. επιρρ. συγκρ. βαθμ. *αγjov > *ανσσον > άνσσον, με απλοποίηση του ν ] …
3ἆσσον — nearer comp …
4Ἀσσόν — Ἀσσός masc acc sg …
5ᾆσσον — ᾆ̱σσον , ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ᾆ̱σσον , ἀίσσω shoot imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀίσσω shoot pres part act masc voc sg ἀίσσω shoot pres part act neut nom/voc/acc sg ἀίσσω shoot imperf ind act 3rd pl (homeric… …
6ἀσσοτάτω — ἆσσον nearer superl ἆσσον nearer masc/neut nom/voc/acc dual ἆσσον nearer masc/neut gen sg (doric aeolic) …
7ἀσσοτάτῃ — ἆσσον nearer fem dat sg (attic epic ionic) …
8ἀσσοτέρω — ἆσσον nearer comp …
9επιφθονώ — ἐπιφθονῶ, έω (Α) [επίφθονος] 1. αρνούμαι, απαγορεύω, αποκρούω κάποιον, δεν θέλω να κάνει κάτι («ᾧ δὲ κ’ ἐπιφθονέοις [ἆσσον ἴμεν] ὅδε τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. μισώ, φθονώ κάποιον («καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν», Ηρόδ.) …
10παράσσον — Α επίρρ. 1. χρον. μεμιάς, αμέσως, στην στιγμή 2. τοπ. παραπλεύρως, δίπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἆσσον «πλησιέστερα», επίρρ. συγκριτικό τού ἄγχι] …
- 1
- 2