ἆρες
1άρες μάρες — φρ. «άρες μάρες κουκουνάρες ή κουταμάρες» ανοησίες (βλ. λ. αρά) …
2Ἄρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg …
3ἄρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …
4Ἆρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg …
5ἆρες — Ἄρης the god of destruction masc voc sg …
6ὦρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἆρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …
7ὧρες — ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg ἄρες , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (epic doric aeolic) …
8Ὦρες — Ἄρες , Ἄρης the god of destruction masc voc sg …
9αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …
10μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… …