ἆος

  • 11ευκραής — εὐκραής, ές (ΑΜ) (Α επίκ. τ. ἐϋκραής) μσν. (για ψυχή) αυτός που έχει σεμνότητα αρχ. 1. (για άνεμο) ήπιος, μέτριος, ελαφρός («εὐκραὴς ἀήρ», Θεόφρ.) 2. (για κλίμα) εύκρατος, μαλακός («εὐκραεῑς τόποι», Αριστοτ.) 3. (για έρωτα) σεμνός, μετρημένος.… …

    Dictionary of Greek

  • 12ευσέλαος — εὐσέλαος, ον (ΑΜ) αστραφτερός, απαστράπτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σέλας, αος «λάμψη»] …

    Dictionary of Greek

  • 13ζαής — ζαής, ὲς (Α) (για άνεμο) αυτός που πνέει ισχυρά, σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από το επιτατικό μόριο ζα * και το ᾱής (< άος, «πνεύμα αέρας», γλώσσα τού άημι*). Η μακρότητα τού α ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα εκτάσεως είτε «εν συνθέσει» είτε για… …

    Dictionary of Greek

  • 14λιχνόγραυς — λιχνόγραυς, αος, ἡ (Α) λαίμαργη γριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίχνος + γραῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 15υπεραής — ές, Α (για θυελλώδη άνεμο) αυτός που πνέει με μεγάλη σφοδρότητα από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αής (< ἄημι «φυσώ», πιθ. μέσω ενός σιγμόληκτου ουδ., πρβλ. τον τ. τού Ησύχ. ἄος πνεῦμα), πρβλ. δυσ αής, εὐ αής] …

    Dictionary of Greek

  • 16(s)kep-1 —     (s)kep 1     English meaning: to cover     Deutsche Übersetzung: “decken, verdecken”     Note: only Gk. and balto Slav.     Material: Gk. σκέπας, αος n. “cover, Hũlle, Schutzdach”, Ion. Att. σκέπη f. “cover, protection, Schirm”, σκεπάζω,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary