ἅσσα οἱ
1Ἄσσα — Ἄσσᾱ , Ἄσσα fem nom/voc/acc dual Ἄσσα fem nom/voc sg …
2ἀσσά — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) …
3ἄσσα — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) …
4άσσα — Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στον Σιγγιτικό κόλπο. Εκεί προσέγγισε ο στόλος του Ξέρξη μόλις βγήκε από τον Άθω και στρατολόγησε διά της βίας όλους τους άντρες της. * * * (I) ἄσσα (ιων. τ. του τινά), αττ. ἄττα (Α) μερικά, κάμποσα. (II) ἅσσα (ιων. τ.… …
5ἅσσα — ὅστις that neut nom/acc pl (epic) …
6Ἄτθ' — Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg Ἄσσαι , Ἄσσα fem nom/voc pl Ἄσσᾱͅ , Ἄσσα fem dat sg (doric aeolic) …
7Ἄττ' — Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg Ἄσσαι , Ἄσσα fem nom/voc pl Ἄσσᾱͅ , Ἄσσα fem dat sg (doric aeolic) …
8Ἄττα — Ἄσσᾱ , Ἄσσα fem nom/voc/acc dual Ἄσσα , Ἄσσα fem nom/voc sg …
9Ἄττας — Ἄσσᾱς , Ἄσσα fem acc pl Ἄσσᾱς , Ἄσσα fem gen sg (doric aeolic) …
10ἀττα — ἀσσα , τις any one neut acc pl (epic) …