ἅρπαγμα
1ἅρπαγμα — booty neut nom/voc/acc sg ἁρπάγμα neut nom/voc/acc sg …
2άρπαγμα — το, ατος 1. η αρπαγή (βλ. λ.). 2. αυτό που αρπάχτηκε, η λεία: Αυτή τη φορά το άρπαγμα ήταν ασήμαντο. 3. συμπλοκή: Το άρπαγμά τους έγινε ξαφνικά και για το τίποτε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3άρπαγμα — το (Α ἅρπαγμα) [αρπάζω] νεοελλ. η αρπαγή αρχ. 1. η λεία 2. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία …
4ἁρπαγμάτων — ἅρπαγμα booty neut gen pl ἁρπάγμα neut gen pl …
5ἁρπάγμασι — ἅρπαγμα booty neut dat pl ἁρπάγμα neut dat pl …
6ἁρπάγματα — ἅρπαγμα booty neut nom/voc/acc pl ἁρπάγμα neut nom/voc/acc pl …
7ἁρπάγματι — ἅρπαγμα booty neut dat sg ἁρπάγμα neut dat sg …
8ἁρπάγματος — ἅρπαγμα booty neut gen sg ἁρπάγμα neut gen sg …
9άδραγμα — το [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα 2. ακαμψία μέλους τού σώματος, «πιάσιμο» 3. «κάψιμο», η καταστροφή τών δημητριακών που προκαλείται, όταν μετά από βροχή επακολουθήσει καύσωνας …
10αδραξιά — και δραξιά, η [αδράχνω] 1. βίαιο πιάσιμο, άρπαγμα, γράπωμα 2. η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει στη χούφτα, η χουφτιά …