ἅρμων
1ἁρμῶν — ἁρμή junction fem gen pl ἁρμός joint masc gen pl …
2αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… …
3πυκνάρμων — όνος, ὁ, ἡ, Α συναρμοσμένος με πυκνό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + άρμων (< ἅρμα / ἁρμόττω), πρβλ. βητ άρμων] …
4βητάρμων — βητάρμων, ο (Α) 1. ο χορευτής 2. ως επίθ. ο χορευτικός, που φαίνεται σαν να χορεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με βάση την ερμηνεία του Ησυχίου («ορχησταί από του ηρμοσμένως βαίνειν»), η λ. βητ άρμων συνδέεται ως προς το β συνθετικό με την ομάδα… …
5ιμαντισμός — ἱμαντισμός, ὁ (Α) [ιμάς] (για τοιχοδομία) η παρεμβολή συνδετικών αρμών, η παρεμβολή δοκών …
6παραχαλώ — άω, Α 1. διανοίγω δίοδο, διέξοδο για κάτι 2. (αμτβ.) (για πλοίο) χαλαρώνομαι, υφίσταμαι χαλάρωση τών αρμών από τους οποίους μπαίνει μέσα το νερό, αφήνω να εισρεύσει το νερό, κάνω νερά («κἄγωγ , ἐάν τι παραχαλᾷ, τὴν ἀντλίαν φυλάξω», Αριστοφ.) …
7σαραγούστι — το, Ν ναυτ. είδος επιπλάσματος από ασβέστη, πίσσα και πετρέλαιο που χρησιμοποιείται για το φράξιμο τών αρμών τών ξύλινων πλοίων …
8συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… …
9τεφλόν — το, Ν (χημ. τεχνολ.) εμπορική ονομασία με την οποία είναι ευρύτερα γνωστή η πολυμερής ένωση πολυτετραφθοροαιθυλένιο, η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτη αντοχή στα χημικά μέσα, τη θερμότητα και τις διαβρώσεις και χρησιμοποιείται για την κατασκευή… …
10υπόχηλα — τὰ, Α τα οστά τών αρμών που προεξέχουν στη ράχη τού χεριού στην αρχή τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χηλή] …
- 1
- 2