ἅρμενον
1ἅρμενον — ἄρμενον , ἀραρίσκω join aor part mid masc acc sg (epic doric aeolic) ἄρμενον , ἀραρίσκω join aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …
2ἄρμενον — ἀραρίσκω join aor part mid masc acc sg (epic doric aeolic) ἀραρίσκω join aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …
3άρμενα — τα (AM ἄρμενα) ναυτ. τα ξάρτια ιστιοφόρου, όλα τα απαραίτητα για το ταξίδι ιστιοφόρου (παροιμ., «χωρίς άρμενα και κουπιά, άι Νικόλα βόηθα» πρβλ. «σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῑρα κίνει») μσν. νεοελλ. 1. τα πανιά του ιστιοφόρου 2. τα ιστιοφόρα («όλα τ άρμεν… …
4άρμενο — το (AM ἄρμενον) συνήθως στον πληθ. βλ. άρμενα …
5λινάρμενον — λινάρμενον, τὸ (Α) το ιστίο τού πλοίου που είναι κατασκευασμένο από λινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ἄρμενον, που απαντά συνήθως στον πληθ. ἄρμενα «ξάρτια ιστιοφόρου»] …
6πριών — ῶνος, ὁ Α (κατά τον Φώτ.) «τὸ ἄρμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων (Ι), με καταβιβασμό τού τόνου] …
7τριάρμενος — η, ο / τριάρμενος, ον, ΝΑ (για ιστιοφόρο) αυτός που έχει τρία άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἄρμενον, ἄρμενα (πρβλ. εννε άρμενος)] …
8ԱՐՄԻՈՆ — ( ) NBH 1 0369 Chronological Sequence: Unknown date գ. Բառ յն. առմէնոն. ἅρμενον Առագաստ նաւու. ... *Թռչարանն՝ արմիոնն է. Լծ. նար …