ἅπας φεύγει

  • 1υπεκτρέπω — Α [ἐκτρέπω] 1. εκτρέπω βαθμιαία ή κρυφά 2. μέσ. ὑπεκτρέπομαι κάνω στο πλάι, πηγαίνω παράμερα, αποσύρομαι («ταύτην μὲν ἅπας φεύγει καὶ ὑπεκτρέπεται», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek