ἅλις
1ἁλίς — fem nom sg …
2ἅλις — in crowds indeclform (adverb) …
3άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …
4Ἅλις — Ἅλῑς , Ἅλις masc acc pl (epic doric ionic aeolic) Ἅλις masc nom sg …
5αλίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …
6Ἅλι — Ἅλις masc voc sg Ἅλῑ , Ἅλις masc dat sg (epic doric ionic aeolic) …
7Ἁλοῖν — Ἅλις masc gen/dat dual (attic epic doric) …
8Ἁλῆσι — Ἅλις masc dat pl (doric aeolic) …
9Ἅλεα — Ἅλις masc acc sg …
10Ἅλεες — Ἅλις masc nom/voc pl (epic ionic) …