ἅλες
1Αλές — οι τοπωνύμιο στην αρχαιότητα στην Αττική και αλλού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἁλές — ἁ̱λές , ἁλής thronged masc/fem voc sg (ionic) ἁ̱λές , ἁλής thronged neut nom/voc/acc sg (ionic) …
3ἅλες — ἅλς salt masc/fem nom pl …
4Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …
5HOSPES — I. HOSPES in LL. Burgundionum passim, potissimum vero tit. 54. §. 1. et tit. seq. §. 1. i. e. Romanus. Burgundi enim, pervasis Galliarum finibus, cum vereribus incolis, quos Romanos vocabant, agros, terras ac praedia et mancipia ita partiti sunt …
6SAL — I. SAL Lycophroni Α᾿ιγαιῶνος ἀγνίτης πάγος, a Neptuno, in Tragasi gratiam, conglutinatus fingitur Poetis, teste Polluce l. 6. c. 10. quod si quis de mari intelligat, haud fecerit inepte. Hâe enim ratione Alexander Aetolus, Α῞λα ξυνεῶνα θαλάςςης,… …
7THYMUM — et us, Graecis θύμον, et θύμος, vetustissimis temporibus issdem θύμβρη, et ος, recentioribus hicn, transpositis literis θρύμβος, inter condimenta veterum Graecorum fuit, in lautioribus culinis usurpatum, quô et sales condiebant, unde θυμῖται ἁλες …
8Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …
9αλς — ἃλς (ἁλὸς) (Α) Ι. (ως αρσ. ἅλς, ο) 1. αλάτι 2. «ἁλὸς μέταλλον», ορυκτό αλάτι 3. άλμη, άρμη 4. πληθ. οἱ ἅλες α) αλυκή, β) πνεύμα, ευφυΐα, σπιρτάδα 5. φρ. «ἅλας συναλίσκω» δένομαι με δεσμό φιλίας, φιλοξενίας κ.λπ. «ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ… …
10επαλγής — ἐπαλγής> ές (Α) οδυνηρός, αλγεινός («εἰσὶ δὲ κνησμώδεις καὶ ἐπαλγεῑς [ἅλες]», Στράβ.). επίρρ... ἐπαλγῶς αλγεινά, οδυνηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλγής (< άλγος «πόνος»)] …
- 1
- 2