ἅλα ξυνέωνα

  • 1ξυνήων — ξυνήων, ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α) 1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.) 2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος 3. φρ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 2SAL — I. SAL Lycophroni Α᾿ιγαιῶνος ἀγνίτης πάγος, a Neptuno, in Tragasi gratiam, conglutinatus fingitur Poetis, teste Polluce l. 6. c. 10. quod si quis de mari intelligat, haud fecerit inepte. Hâe enim ratione Alexander Aetolus, Α῞λα ξυνεῶνα θαλάςςης,… …

    Hofmann J. Lexicon universale