ἅδῃ

  • 91αδόθεν — ᾀδόθεν επίρρ. (Α) από τον άδη, από τον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + θεν, κατάλ. επίρρ., που δηλώνει από τόπου κίνηση, προέλευση] …

    Dictionary of Greek

  • 92αλίβας — Όνομα που έδιναν οι αρχαίοι σε ποταμό που βρισκόταν, σύμφωνα με τις θρησκευτικές αντιλήψεις τους, στον Άδη. Από τον ποταμό αυτό ονομάστηκε και η φυλή Αλιβαντίς. Α. λεγόταν και o ιδρυτής της πόλης Μεταπόντιο. Η πόλη αναφέρεται και με τα ονόματα… …

    Dictionary of Greek

  • 93αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… …

    Dictionary of Greek

  • 94ανέρχομαι — (AM ἀνέρχομαι) 1. έρχομαι επάνω, ανεβαίνω 2. ανεβαίνω στο ρητορικό βήμα 3. (για θάλασσα ή ποταμό) ανυψώνομαι, φουσκώνω νεοελλ. 1. (μτβ.) (για ανωφέρειες) ανεβαίνω κάτι 2. (αμτβ.) μετακινούμαι από τα νότια προς τα βόρεια 3. μτφ. προκόβω, προάγομαι …

    Dictionary of Greek

  • 95αναπομπός — ο (Α) [ἀναπέμπω] (επίθ. τού Άδη) αυτός που στέλνει επάνω …

    Dictionary of Greek

  • 96ανόστητος — ἀνόστητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν γυρίζει πίσω 2. (για τόπο) εκείνος από τον οποίο δεν μπορεί να ξαναγυρίσει κανείς («ἀνόστητος χῶρος ἐνέρων» για τον Αδη) …

    Dictionary of Greek

  • 97απόκοπος — Το σπουδαιότερο έργο της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου αι. Τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1519. Πρόκειται για ποίημα 490 στίχων, στο οποίο ο ποιητής αφηγείται την κάθοδό του στον Άδη, όπως την είδε στο όνειρό του. Γλώσσα του είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 98αϊδοφοίτης — ἁιδοφοίτης και ᾁδοφοίτης, ο (Α) αυτός που «φοιτά», που συ χνάζει στον Άδη λεγεται για πρόσωπο κάτισχνα, που είναι σαν να ζουν στο οριακό σημείο μεταξύ ζωής και θανάτου η λ. στον Ησύχιο: «ἁιδοφοῑται οἱ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ἐγγὺς θάνατοι ὄντες».… …

    Dictionary of Greek

  • 99βυθίζω — (AM βυθίζω) [βυθός] Ι. 1. ρίχνω στον βυθό, καταποντίζω κάτι ή κάποιον 2. καταστρέφω 3. καταστρέφομαι νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μέσα σε νερό ή άλλο υγρό, καταδύω 2. μπήγω, χώνω βαθιά κάτι αιχμηρό (μαχαίρι, καρφί, νύχια) σε άλλο σώμα 3. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 100δίζωος — δίζωος, ον (Α) (για τον Σίσυφο που γύρισε από τον Άδη) αυτός που έχει διπλή ζωή, που έζησε δύο φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + ζωος < ζωή (πρβλ. άζωος, αρτίζωος)] …

    Dictionary of Greek