ἅδῃ

  • 81Τροφώνεια — και Τροφώνια, τὰ, Α [Τροφώνιος] 1. γιορτή προς τιμήν τού Τροφωνίου, αυτού που σύμφωνα με τη μυθολογία έχτισε το πρώτο ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς 2. (στον εν.) τὸ Τροφώνιον το μαντείο τού Τροφωνίου στη Λιβαδιά, που, σύμφωνα με τη μυθολογική… …

    Dictionary of Greek

  • 82έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 83έννυχος — ἔννυχος, ον (Α) 1. εννύχιος 2. ως επίθ. τού Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.) 3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» ημέρα θανάτου επιγρ. 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα στην καρδιά τής νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ). επίρρ... ἐννύχως κατά …

    Dictionary of Greek

  • 84ίφθιμος — ἴφθιμος, ον, θηλ. και η (Α) 1. (γενικά αλλά και κυρίως για ήρωες και για τον Άδη) δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος 2. (για γυναίκες) α) εύρωστη β) ευπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η απουσία αρχικού F δεν επιτρέπει τη σύνδεση τής λ. με τους τ. ἴς,… …

    Dictionary of Greek

  • 85αΐδηλος — ἀίδηλος, ον (Α) 1. αυτός που καθιστά κάτι αόρατο, ολέθριος, καταστρεπτικός 2. αόρατος, άγνωστος 3. (ως επίθ. τού Αδη) σκοτεινός, ζοφερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. < ἀ στερητ. + ἰδ εῖν + επίθημα ηλος. Αρχική σημ. τής λ. πρέπει να ήταν «ο ανυπόφορος… …

    Dictionary of Greek

  • 86αγησίλαος — I Όνομα βασιλιάδων της Σπάρτης. 1. Α. Α’ (10ος 9ος αι. π.Χ.). Δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Κατά τον Παυσανία, στα χρόνια του εφαρμόστηκαν οι νόμοι του Λυκούργου. Κατά τον Απολλόδωρο, βασίλευσε από το 920 έως το 877 …

    Dictionary of Greek

  • 87αδίαυλος — ἀδίαυλος, ον (Α) [δίαυλος] ο χωρίς δρόμο γυρισμού με ειδικότερη χρήση για τον Άδη, ο «αγύριστος» …

    Dictionary of Greek

  • 88αδιάγερτος — η, ο και αδιάερτος και αδιάρετος και αγιάγερτος και αγιάερτος και αγάερτος 1. (για χρήματα που δανείζονται και δεν επιστρέφονται, «για δανεικά κι αγύριστα») αυτός που δεν επιστρέφεται, δεν αποδίδεται, ανεπίστρεπτος 2. (για τόπο, ιδιαίτερα τον… …

    Dictionary of Greek

  • 89αδοβάτης — ᾀδοβάτης, ο (Α) αυτός που κατέβηκε στον κάτω κόσμο, στον άδη (σε διόρθωση τού Passow αντί «αγδαβάται» στην τραγωδία τού Αισχύλου Πέρσαι, στίχ. 924). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + βαίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 90αδοφοίτης — ἀδοφοίτης, ο (Α) αυτός που επισκέφθηκε τον άδη, τον κάτω κόσμο (πρβλ. ᾁδοβάτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + φοιτῶ] …

    Dictionary of Greek