ἅδῃ

  • 51адено́иды — ов, мн. (ед. аденоид, а, м.). мед. Опухолевидное разрастание лимфатических образований носоглотки, гл. образом глоточной миндалины. [От греч. ’αδην железа и ε’ι̃δος вид] …

    Малый академический словарь

  • 52лимфадени́т — а, м. мед. Воспаление лимфатических узлов. [От лат. lympha чистая вода, влага и греч. ’αδην железа] …

    Малый академический словарь

  • 53Antiguo idioma macedonio — Este artículo trata del idioma usado en la antigüedad. Para el idioma eslavo moderno, no relacionado, véase idioma macedonio y para su antepasado, véase Antiguo eslavo eclesiástico. Antiguo macedonio ? Hablado en Reino de Macedonia Región Sureste …

    Wikipedia Español

  • 54Древний македонский язык — Древнемакедонский язык Страны: Древняя Македония Вымер: к III веку до н.э. вытеснен древнегреческим языком Классификация Категория: Языки Евразии Индоевропейская се …

    Википедия

  • 55Adephagvs — ADEPHĂGVS, i, Gr. Ἀδδηφάγος, s. Ἀδηφάγος, ου. ein Beynamen des Herkules, Gyrald. Syntagm. X. p. 330. welcher von ἀδδὴ, oder ἀδὴ, viel, und φάγω, ich esse, so viel, als ein Vielfraß bedeutet. Er bekam solchen Namen insonderheit daher, daß, als er… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 56Yánnis Papaioánnou — Γιάννης Παπαϊωάννου Naissance 1913 Cius (actuelle Turquie) Décès 1972 Grèce …

    Wikipédia en Français

  • 57Άδωνις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος με παροιμιώδη ομορφιά, που μπήκε στη μυθολογία, την ποίηση και τη θρησκεία των αρχαίων από την Εγγύς Ανατολή, ίσως από την Κύπρο όπου κυρίως τοποθετούνται οι περιπέτειές του. Στον κόσμο των Σημιτών o μύθος και η λατρεία …

    Dictionary of Greek

  • 58Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 59Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 60Βάκχη — Βάκχη, η (Α) [Βάκχος] 1. αυτή που μετέχει σε βακχικά όργια και κατέχεται από τον Βάκχο, μαινάς 2. είδος αχλαδιού 3. φρ. «Βάκχη Ἀΐδου», «βάκχη νεκύων» μανιασμένη ιέρεια του Άδη, μανιασμένη για να σκορπίζει τον θάνατο …

    Dictionary of Greek