ἅδῃ

  • 41Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …

    Dictionary of Greek

  • 42Επινός, Γιοχάνες — (Johannes Aepinus, 1499 – 1553). Γερμανός θεολόγος. Διετέλεσε πρώτος πρόεδρος του κονσιστορίου του Αμβούργου. Υπήρξε φίλος του Λούθηρου και ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της εδραίωσης και της διάδοσης της Μεταρρύθμισης. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή …

    Dictionary of Greek

  • 43Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… …

    Dictionary of Greek

  • 44Ουριήλ — Αρχάγγελος κατά τους Εβραίους. Σύμφωνα με τις θρησκευτικές δοξασίες της, ο Ο. έχει δικαιοδοσία τόσο στους ανθρώπους, όσο και στον Άδη. Θεωρείται «άγγελος του φωτός» και χαρακτηρίζεται «κύριος της δόξης». Ο Ο. δίδαξε στον Ενώχ την πορεία των φώτων …

    Dictionary of Greek

  • 45Στύμφαλος — Πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα επειδή είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Βρισκόταν σε στρατηγική θέση, στο δρόμο που οδηγούσε προς την Αργολίδα και Σικυωνία, και ήταν έδρα λατρείας της Ήρας. Ο… …

    Dictionary of Greek

  • 46Ταίναρο — Ακρωτήριο του νομού Λακωνίας, στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου του Ταϋγέτου και της Πελοποννήσου. Στους χρόνους της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Ματαπάς, όνομα που διατηρεί έως σήμερα. Το T. είναι μια γλώσσα εδάφους μήκους 2½ μιλίων. Στο ανατολικό… …

    Dictionary of Greek

  • 47Ταμούζ — Θεότητα της ευφορίας που πεθαίνει και ανασταίνεται, στη μυθολογία και τη θρησκεία των σημιτικών λαών. Σύμφωνα με μια αρχαιότατη παραλλαγή κάποιου σουμεριακού μύθου είναι ο θεός ποιμένας που κατέβηκε στον Άδη στη θέση της αγαπημένης του συζύγου… …

    Dictionary of Greek

  • 48Archon — For other uses, see Archon (disambiguation). Depiction from the east frieze of the Parthenon, of an assumed Archon Basileus, a remnant title of the Greek monarchy Archon (Gr. ἄρχων, pl. ἄρχοντες) is a Greek word that means ruler or lord ,… …

    Wikipedia

  • 49Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …

    Wikipedia

  • 50Skiadas — (in Greek: Σκιαδάς) is a small mountain village in the Preveza Prefecture in the north western Greece (500 meters above the sea level). It is currently under the management of the Louros municipality. It is built upon the mountain… …

    Wikipedia