ἅδῃ
101δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι …
102δικαιωτήριον — δικαιωτήριον, το (AM) τόπος κρίσεως και τιμωρίας, δικαστήριο ειδ. στον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, αναλογικά προς το δεσμωτήριον] …
103διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… …
104δράκος — Μυθολογικό τέρας, η μορφή του οποίου –προερχόμενη συνήθως από τα ερπετά– διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά (φλογοβόλο στόμα με πολλές γλώσσες, κεφάλι λιονταριού, σκύλου ή γάτου, φτερά νυχτερίδας κλπ.), ανάλογα με τη μυθολογία και την τοπική… …
105εναΐδιος — ἐναΐδιος, ον (Α) υποχθόνιος, αυτός που βρίσκεται στον Ἀδη («ἐναΐδιος οἶκος») …
106ενθάδε — (AM ἐνθάδε) επίρρ. 1. (για στάση σε τόπο) εδώ, σ αυτόν τον τόπο (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε», ΚΔ β. «ενθάδε κείται ο τάδε», επιγρ. τάφων) 2. (για κίνηση) προς αυτό εδώ το μέρος («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ ἐνθάδε», ΚΔ) αρχ. 1. σ αυτόν εδώ… …
107ενθένδε — ἐνθένδε και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α) επίρρ. 1. (για τόπο) από εδώ, από εκεί («στῆτε παρ ἐμέ..., ἐνθένδε θ ὑμεΐς», Αριστοφ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) απ εδώ, δηλ. απ αυτόν τον κόσμο στον Άδη 3. (για χρόνο) απ αυτόν τον χρόνο, μετά απ αυτό 4. από ή …
108ενφέρνιοι θεοί — ἐνφέρνιοι θεοί (Α) πιθ. οι inferni τών Ρωμαίων, οι χθόνιοι θεοί, οι θεοί τού Άδη …
109εξαναδύομαι — ἐξαναδύομαι (Α) (αποθ.) 1. ανεβαίνω στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι από κάτι («ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι... ἀθρόαι εὔδουσιν, πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῡσαι» και γύρω του κοπάδια οι φώκιες κοιμούνται, αφού αναδύθηκαν από την αφρισμένη θάλασσα, Ομ. Οδ.) 2. (με …
110επίβαση — η (AM ἐπίβασις) [επιβαίνω] βάτεμα, οχεία αρχ. μσν. 1. άφιξη, είσοδος 2. η επιφάνεια στην οποία στηρίζονται τα πόδια για να σταθεί ή να βαδίσει κάποιος («ὁ τιθεὶς νέφη τὴν ἐπίβασιν αὐτόν», ΠΔ) 3. η κάθοδος τού Χριστού στον Άδη μσν. αντικανονική… …